Ο αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης εκτείνεται στα βόρεια της σύγχρονης πόλης. Στο εξαιρετικής ομορφιάς φυσικό περιβάλλον του χώρου με τα αιωνόβια ελαιόδεντρα ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί ανάμεσα σε μνημεία που τεκμηριώνουν τη συνεχή και συστηματική χρήση του για αιώνες.
Η ακρόπολη, ο ψηλότερος από τους ομαλούς λόφους στα βόρεια της πόλης, και η αγορά, η οποία εκτεινόταν ανατολικότερα, στο ύψωμα του Παλαιοκάστρου, υπήρξαν διαχρονικά το επίκεντρο της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής της περιοχής. Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για την τοπογραφία της Σπάρτης, όχι μόνο των ρωμαϊκών αλλά και των πρωιμότερων χρόνων, αποτελεί ο περιηγητής Παυσανίας που επισκέφτηκε την πόλη στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Από τον Παυσανία και από άλλους αρχαίους συγγραφείς πληροφορούμαστε για πλήθος ιερών, μνημείων, τάφων και δημοσίων κτηρίων που είχαν ιδρυθεί στην περιοχή της ακρόπολης και της αγοράς.
Σήμερα ο επισκέπτης του χώρου συναντά τα κατάλοιπα οικοδομημάτων που στο πέρασμα του χρόνου εξυπηρετούσαν πολλές και διαφορετικές χρήσεις όπως, το αρχαϊκών χρόνων «Κυκλοτερές Οικοδόμημα», τον γειτονικό του βυζαντινό ναΐσκο και τις δύο στοές στην έκταση της αγοράς και, στην περιοχή της ακρόπολης, τα λείψανα του περίφημου ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου, της προστάτιδας θεάς της πόλης, την αρχαϊκή στοά και την παλαιοχριστιανική βασιλική, τη λεγόμενη του «Οσίου Νίκωνος».
Το αρχαίο θέατρο της Σπάρτης βρίσκεται στη νότια πλευρά του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και είναι στραμμένο προς την κοιλάδα του Ευρώτα και τη σύγχρονη πόλη.
Πάνω από το θέατρο, στην κορυφή του λόφου, βρισκόταν το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, πλαισιωμένο από μικρότερους λατρευτικούς χώρους και στην επίπεδη έκταση στα ανατολικά του εκτεινόταν η αγορά, με τα δημόσια κτήρια διοικητικού και θρησκευτικού χαρακτήρα. Η βασική πρόσβαση στο μνημείο γίνεται από τη νότια κεντρική είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, ακολουθώντας τη διαδρομή προς τα δυτικά.
Η ύπαρξη θεάτρου στην πόλη της Σπάρτης ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. μαρτυρείται στους αρχαίους συγγραφείς και συνδέεται άμεσα με την τέλεση λατρευτικών εορτών, όπως οι αφιερωμένες στον θεό Απόλλωνα Γυμνοπαιδιές. Εν τούτοις, δεν έχει επιβεβαιωθεί από την αρχαιολογική έρευνα εάν το θέατρο των κλασικών χρόνων είχε ιδρυθεί στην ίδια θέση με αυτό που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης.
Η κατασκευή του σωζόμενου θεάτρου τοποθετείται στο β΄ μισό του 1ου αι. π.Χ. και έχει συνδεθεί με την ηγεμονία του Γάιου Ιούλιου Ευρυκλή, φίλου και ευνοούμενου του νικητή στη ναυμαχία του Ακτίου, αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου.
Το μαρμάρινο θέατρο ξεχωρίζει για το μέγεθός του, καθώς και για την ποιότητα και την πολυτέλεια της κατασκευής του. Με διάμετρο κοίλου 141 μ., ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στον ελλαδικό χώρο, διαθέτοντας μεγάλη σκηνή, προσκήνιο και πεταλοειδή ορχήστρα. Το κεντρικό τμήμα του κοίλου ακουμπά στο λόφο της ακρόπολης και για τη διαμόρφωση των δυο ακριανών πτερύγων του κατασκευάστηκαν τεράστιοι αναλημματικοί τοίχοι, οι οποίοι αποτελούν σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα.
Το θέατρο είναι κατασκευασμένο από γκριζωπό μάρμαρο Ταϋγέτου, με θεμελίωση από πωρόλιθους και, κατά τόπους, από πέτρες. Το κυρίως θέατρο διέθετε δέκα κλίμακες και εννέα κερκίδες και το επιθέατρο δεκαεπτά κλίμακες με δεκαέξι κερκίδες. Υπολογίζεται ότι στο τεράστιο αυτό οικοδόμημα μπορούσαν να συγκεντρωθούν περίπου 14.000 θεατές. Στο κατώτερο τμήμα του κοίλου υπήρχε μία σειρά από πολυθέσιους πάγκους με πλάτη (ερεισίνωτο), η προεδρία. Η πεταλοειδής ορχήστρα του θεάτρου έφερε πλακόστρωση από χρωματιστά μάρμαρα, ενώ περιμετρικά την διέτρεχε ανοικτός αγωγός για την απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων (εύριπος).
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του θεάτρου είναι η λειτουργία ξύλινης κινητής σκηνής που υποδηλώνει την ανάγκη για ύπαρξη ελεύθερου χώρου, καθώς το θέατρο ήταν και ο τόπος δημόσιων συναθροίσεων και λατρευτικών εορτών με χορούς και αγωνίσματα.
Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. το θέατρο απέκτησε σταθερή μαρμάρινη σκηνή, δώρο του αυτοκράτορα Βεσπασιανού. Η μαρμάρινη πρόσοψη του αναλήμματος της ανατολικής παρόδου στην οποία καταγράφονται κατάλογοι των Σπαρτιατών κρατικών αξιωματούχων (cursus honorum) χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ. και αποτελεί ένα σπάνιο στην Ελλάδα ενεπίγραφο μνημείο.
Το θέατρο της Σπάρτης λειτούργησε έως τα τέλη του 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ., όταν ανεγέρθηκε το υστερορωμαϊκό τείχος γύρω από την ακρόπολη της Σπάρτης. Η νέα οχύρωση ενσωμάτωσε τον δυτικό τοίχο του σκηνικού οικοδομήματος και χρησιμοποίησε ως οικοδομικό υλικό μέλη από την πρόσοψη της σκηνής και τους αναλημματικούς τοίχους των παρόδων. Ίσως το θέατρο να επέζησε ως τόπος συνελεύσεων για λίγο καιρό ακόμα, ωστόσο είχε χάσει την προηγούμενη αίγλη του ως τόπος δραματικών παραστάσεων και είχε υποστεί φθορές, καθώς πολλά αρχιτεκτονικά μέλη από το σκηνικό οικοδόμημα και το κοίλο χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της υστερορωμαϊκής οχύρωσης.
Μετά από μια περίοδο εγκατάλειψης κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους (10ος -13ος αιώνας) στην περιοχή του κοίλου και της ορχήστρας αναπτύχθηκε εγκατάσταση που πρέπει να συσχετιστεί με την παραγωγική και ειδικά τη βιοτεχνική δραστηριότητα του σύγχρονου τειχισμένου οικισμού. Τότε πολλά μέλη και δομικά στοιχεία του θεάτρου χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση κατασκευών σε όλο το κοίλο. Σημειώνεται ότι επεμβάσεις βυζαντινής περιόδου εκτός από το θέατρο έχουν διαπιστωθεί και καταγραφεί και σε άλλα μνημεία, όπως στην παλαιοχριστιανική βασιλική της ακρόπολης και στη ρωμαϊκή στοά.
Η ίδρυση της νέας πόλης το 1834, οδήγησε σε νέα φάση καταστροφής του θεάτρου καθώς το μνημείο λεηλατήθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι λίθοι του ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων της Σπάρτης.